Οπλανήτης θα καταφέρει να επιβιώσει, εμείς, όμως, θα υποφέρουμε, αν δεν τον προστατεύσουμε».
Το παραπάνω τονίζει, σε συνέντευξή του στην «Π» ο νέος διευθυντής Ινστιτούτου Θαλάσσιας Βιολογίας, Βιοτεχνολογίας και Υδατοκαλλιεργειών του Ελληνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών, Δρ. Κωνσταντίνος Μυλωνάς, ο διορισμός του οποίου δημοσιεύτηκε πρόσφατα σε ΦΕΚ.
«Τα είδη θα προσαρμοστούν, θα αλλάξουν αλλά μπορεί να μην είναι στην κατεύθυνση που μας συμφέρει ή μας βολεύει τώρα.
Πρέπει να σκεφτόμαστε ότι πρέπει να σώσουμε τον πλανήτη όχι για χάρη του πλανήτη αλλά για χάρη δική μας» σημειώνει.
Η συνέντευξη που παραχώρησε στην «Π» έχει ως εξής:
Κλιματική αλλαγή, θαλάσσια ρύπανση, εισβολικά είδη. Η αρχή μίας νέας θητείας πού επικεντρώνεται;
«Όλα τα θέματα είναι σημαντικά για τον πλανήτη και ειδικά σε μια χώρα που εξαρτάται από τη θάλασσα, την αλιεία, την ιχθυοκαλλιέργεια και τον τουρισμό, που είναι η βαριά μας βιομηχανία.
Εμείς ασχολούμαστε κυρίως με την ταυτοποίηση, την αναγνώριση της κλιματικής αλλαγής και τις επιδράσεις που έχει στο θαλάσσιο περιβάλλον. Πώς επηρεάζει τα είδη, πώς αλλάζει τα είδη που υπάρχουν. Όταν αλλάζουν οι θερμοκρασίες, αλλάζει η κατανομή των ειδών.
Όλα τα ζώα που ζουν στη θάλασσα, σε αντίθεση με τα σπονδυλωτά, δεν ελέγχουν τη θερμοκρασία του σώματός τους, άρα εξαρτώνται από τη θερμοκρασία του περιβάλλοντος.
Αν ένα ζώο αναπαράγεται στους 21 βαθμούς και η θερμοκρασία ανέβει στους 22 βαθμούς, είτε θα μεταναστεύσει αλλού είτε θα σταματήσει να αναπαράγεται, αν δεν μπορεί να μεταναστεύσει. Αυτό θα αλλάξει την κατανομή των ειδών. Θα έρθουν και άλλα είδη, γι’ αυτό έχουμε εισβολικά είδη τα τελευταία χρόνια.
Πάντα υπήρχαν, είχαν ξεκινήσει από το 1880 όταν είχε ανοιχτεί η διώρυγα του Σουέζ αλλά η διασπορά τους ήταν πιο αργή. Παράδειγμα αποτελεί το ψάρι γερμανός που στην Κύπρο ονομάζεται προσφυγούλα, γιατί εμφανίστηκε τη δεκαετία του ’20 με τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας ενώ στην Ελλάδα εμφανίστηκε πιο μετά με τους Γερμανούς το ’40 και ονομάστηκε γερμανός γιατί μοιάζει με τη στολή των Γερμανών αλεξιπτωτιστών.
Αυτό το ψάρι πήρε 20 με 30 χρόνια για να έρθει από την Κύπρο στην Ελλάδα, ο λαγοκέφαλος μέσα σε μια δεκαετία βρέθηκε από το Σουέζ στην Ισπανία. Γιατί έχει αυξηθεί η θερμοκρασία τόσο γρήγορα και αυτά τα είδη βρήκαν πρόσφορο έδαφος.
Κυρίως δουλειά μας είναι η ταυτοποίηση των προβλημάτων που θα προκύψουν από την κλιματική αλλαγή, πώς μπορούμε να τα αντιμετωπίσουμε.
Μπορούμε να αλλάξουμε το πού γίνεται η ιχθυοκαλλιέργεια κάποιων ειδών ή μπορούμε να προσαρμόσουμε τα είδη που χρησιμοποιούνται, να είναι πιο προσαρμοσμένα σε αυτές τις συνθήκες, με προγράμματα γενετικής βελτίωσης, προφανώς, μπορούμε να επηρεάσουμε τους πληθυσμούς να ανέχονται διαφορετικές συνθήκες από ό,τι οι αρχικοί τους πληθυσμοί, στην παρακολούθηση της βιοποικιλότητας και πώς αυτή αλλοιώνεται και επηρεάζεται είτε από ρύπανση, ανθρώπινες δραστηριότητες ή την κλιματική αλλαγή».
Υπάρχουν δράσεις καταπολέμησης πληθυσμών των εισβολικών ειδών, όπως οι «Φάτο πριν σε φάει», κυνήγι λεοντόψαρων. Έχουμε αντίστοιχες σκέψεις για εδώ;
«Τα συγκεκριμένα θέματα τα χειρίζεται η Διεύθυνση Αλιείας. Στην Κύπρο για τον λαγοκέφαλο έδιναν χρήματα στους ψαράδες για να μειώσουν το απόθεμα, δεν ξέρω κατά πόσο είναι αποδοτικό.
Ο λαγοκέφαλος είναι πολύ παραγωγικό είδος για να γεμίσει τόσο γρήγορα τους τόπους.
Ένα καλό μέτρο είναι η καμπάνια να ενθαρρύνουν τον κόσμο να τρώει τους γερμανούς, στην Κύπρο και Ανατολική Μεσόγειο που ο κόσμος τα έχει συνηθίσει είναι ένα πολύ σημαντικό έδεσμα, η τιμή του στην Κύπρο είναι πιο ψηλά από το μπαρμπούνι.
Πουλιέται πάνω από 20 ευρώ το κιλό ενώ στην Κρήτη δεν το επιλέγουν ούτε οι ψαράδες. Έτσι, έχουν εισόδημα και οι ψαράδες, περιορίζεις τον πληθυσμό, το θηρεύεις εσύ και έχεις τον έλεγχο.
Με τον λαγοκέφαλο, είναι άλλη υπόθεση. Δεν μπορείς να αρχίσεις να το καταναλώνεις.
Η Διεύθυνση Αλιείας στα Χανιά παρουσιάζει συνταγές για το λεοντόψαρο, είναι ένα καλό ψάρι, δεν είναι δηλητηριώδες και καλή η σάρκα του.
Ο γερμανός πρέπει να μπει στην αγορά, αυτό εξαρτάται από τον κόσμο να το συνηθίζει. Στην Κύπρο παρουσιάστηκε πρώτα στην ανατολική πλευρά, μετά το ‘74 πήγαν στη δυτική και νότια πλευρά, οι άλλοι δεν το ήξεραν, το έτρωγαν μόνο οι πρόσφυγες και πολλοί νόμιζαν ότι γι’ αυτό το έλεγαν προσφυγούλα.
Το τρώνε και στη Ρόδο. Στην Κύπρο, Αίγυπτο και Ισραήλ θεωρείται καλό ψάρι. Και αυτό μπορεί να αλλάξει στην Κρήτη αν βρεθεί κάποιος να το προωθήσει.
Να το εξολοθρεύσουμε δεν θα είναι δυνατό. Είναι ένα είδος πετυχημένο, ό,τι και να κάνεις θα υπάρχει, καλό είναι να εκμεταλλευτούμε τα είδη που είναι καλά και δεν έχουν πρόβλημα».
Απειλούν είδη των θαλασσών μας;
«Η μείωση της βιοποικιλότητας είναι ένα πρόβλημα. Είναι ουσιαστικό να υπάρχει μία ισορροπία που εξαρτάται από την πολυπλοκότητα του συστήματος, αφαιρείς ένα κομμάτι και αλλάζεις την ισορροπία.
Είναι σημαντικό να ξέρουμε τη σημασία της βιοποικιλότητας. Χάνοντας ένα είδος οι αντιδράσεις είναι αλυσιδωτές και τα προβλήματα είναι μη προβλέψιμα, δεν μπορείς να ξέρεις πού μπορεί να φτάσει και πρέπει να προσπαθήσουμε να το προστατεύσουμε.
Είναι δύσκολο να βρούμε ποιο τρόπο μπορούμε να εμποδίσουμε ένα είδος να εξαφανιστεί.
Ένα κοινό ψάρι στην περιοχή μας, η σάλπα, μοιάζει με τη γόπα. Είναι ένα φυτοφάγο ψάρι, στην Ανατολική Μεσόγειο έχει σχεδόν εξαφανιστεί λόγω του γερμανού που είναι πιο ικανός να τρώει τα φύκια, πιο αποτελεσματικό είδος.
Υπήρχε μια εταιρεία στο Ισραήλ που προσπαθούσε να βρει γεννήτορες από την Ελλάδα, είχε επικοινωνήσει με εμένα για να κάνουν μονάδα παραγωγής εκεί και δεν το έβρισκαν.
Αυτά μπορεί να γίνουν και στην Κρήτη, να αρχίσουν να εξαφανίζονται είδη γιατί ένα ξενικό τούς έχει πάρει τον τόπο ή τρέφεται στα ίδια πεδία με τα ίδια ψάρια, ίδιες πηγές, άρα τα ανταγωνίζεται».
Όσον αφορά στη στήριξη που έχουν οι ερευνητές από την Πολιτεία, αισθάνεστε ότι υπάρχουν ανοιχτά αυτά για να σας ακούσουν;
«Υπάρχει θέληση, πιστεύω, και κονδύλια για διάφορα ερευνητικά προγράμματα στα πλαίσια του ΕΛΙΔΕΚ που ξεκίνησε η προηγούμενη κυβέρνηση.
Είναι μια καλή κίνηση όσον αφορά την ιδέα απλώς χρειάζονται συνέχεια αυτά τα πράγματα. Επενδύεις σε ανθρώπους που πρέπει να μείνουν μόνιμα σε έναν χώρο. Υπάρχουν κονδύλια και για άλλες ερευνητικές δράσεις, όπως η καινοτομία, τα προγράμματα του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης.
Το μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε τώρα σαν ερευνητικά κέντρα είναι ότι τα τελευταία χρόνια έχει αλλάξει η διαχείριση στους ΕΛΚΕ και έχουμε μπει στο δημόσιο λογιστικό σύστημα, ο προηγούμενος νόμος μάς έδινε άλλη ευελιξία».
Δεν άλλαξε αυτό με το νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας που πέρασε πρόσφατα από τη Βουλή;
«Άλλαξαν λίγα πράγματα, η ουσία παρέμεινε.
Τα ινστιτούτα δεν μπορούν να κινηθούν με τέτοιους ρυθμούς, για να κάνω μία μικρή αγορά πρέπει να εγκρίνω κάτι δέκα φορές και να φάω 30 λεπτά του χρόνου μου, δεν έχω τον χρόνο ούτε την ηρεμία να κάνω αυτό για το οποίο πληρώνομαι και είμαι καλός να κάνω.
Αυτό είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα από ό,τι η χρηματοδότηση.
Η ικανότητά μας να προσελκύουμε κονδύλια είναι πολύ καλή. Πριν δέκα χρόνια το πρόβλημά μας ήταν τα λεφτά, τώρα είναι η διαχείριση των κονδυλίων, δυσκολεύεσαι να τα χρησιμοποιήσεις, δεν κάνεις απορρόφηση, χάνεις τη διάθεσή σου, τον χρόνο σου και αυτό δεν θα έχει καλό αποτέλεσμα μακροπρόθεσμα, δεν ξέρω αν θα αλλάξει με τη νέα κυβέρνηση.
Έχω δει κάποια θετικά στοιχεία αλλά δεν είναι αρκετά για να πάμε στο προηγούμενο σημείο, όταν δούλευαν τα πράγματα πολύ αποτελεσματικά».
“Δεν θα μείνουμε χωρίς ψάρι”
Είναι σενάριο επιστημονικής φαντασίας το ενδεχόμενο να μείνουμε χωρίς βρώσιμα ψάρια, λόγω των ξενικών ειδών, της κλιματικής αλλαγής;
«Να μείνουμε χωρίς ψάρια δεν πιστεύω, ο πλανήτης έχει τη δυνατότητα να προσαρμόζεται, φυσικά τα χρονικά πλαίσια του πλανήτη είναι πολύ διαφορετικά από τη δική μας ζωή, μπορεί να περάσουν μερικές γενιές για να προσαρμοστεί. Αυτό που σίγουρα πρέπει να καταλάβουν όλοι είναι ότι δεν μπορούμε να τα αφήσουμε μόνα τους να πάρουν τον δρόμο τους απλά.
Η υπεραλίευση είναι ένας λόγος που μειώνονται τα ιχθυαποθέματα και αν μειωθούν κάτω από έναν συγκεκριμένο αριθμό μπορεί να σταματήσει να μπορεί να αναπληρώνεται ο πληθυσμός, άρα η ανεξέλεγκτη αλιεία είναι κάτι κακό για όλους μας.
Η κλιματική αλλαγή, η ρύπανση είναι κάτι που πρέπει προφανώς να προσπαθήσουμε να περιορίσουμε.
Η προσαρμοστικότητα των ειδών υπάρχει και θα προσαρμοστούν τα είδη, θα αλλάξουν αλλά μπορεί να μην είναι στην κατεύθυνση που μας συμφέρει ή μας βολεύει τώρα.
Πρέπει να σκεφτόμαστε ότι πρέπει να σώσουμε τον πλανήτη όχι για χάρη του πλανήτη αλλά για χάρη δική μας, ο πλανήτης μια χαρά θα επιβιώσει και με άλλους οργανισμούς, φύση είναι κάνει ό,τι θέλει, εμείς θα υποφέρομε αν δεν τον προστατεύσουμε, εμείς θα χάσουμε αν δεν κρατήσουμε την ισορροπία που υπάρχει.
Να εξαφανιστούν όλα τα είδη πιστεύω πως όχι, δεν είναι ένα σενάριο που μπορεί να γίνει λόγω της κλιματικής αλλαγής. Παράλληλα με το ότι γίνεται πολύ ζεστή η Μεσόγειος και δεν μπορούν να μεγαλώσουν τα είδη σωστά, γίνεται πιο ζεστή η Βόρεια Θάλασσα και κάποια είδη μεταναστεύουν εκεί.
Στη Νορβηγία κάποια είδη έχουν εξαφανιστεί εδώ και πολύ καιρό γιατί ήταν πολύ κρύα τα νερά, τώρα που είναι πιο ζεστά έχουν πάει εκεί. Σε κάποιες περιοχές τα πράγματα θα αλλάξουν προς το χειρότερο, σε κάποιες θα καλυτερεύσουν.
Η αύξηση της θερμοκρασίας στη Νορβηγία μπορεί να είναι αρνητική για ένα είδος ψαριού αλλά θετική για άλλα. Δεν πιστεύω ότι θα εξαλείφθουν, απλά θα αλλάξουν αυτά».